Οι μαθητές και οι μαθήτριες της Β΄ τάξης του Γυμνασίου Κορώνειας έγραψαν ένα διαφορετικό τέλος στο διήγημα του Γιάννη Μαγκλή, δίνοντας το δικό τους αντιπολεμικό μήνυμα.
Έφτασε στη ρεματιά, σίμωσε τον χτυπημένο. Τρομαγμένος, έπιασε το στήθος του να δει αν χτυπάει η καρδιά του. Ένιωσε τους αδύναμους χτύπους. “Ευτυχώς Θεέ μου, είναι ζωντανός.” Με πολύ γρήγορες κινήσεις άνοιξε τον χιτώνα και έσκισε το φανελάκι. Έτρεξε στην πηγή και έβαλε νερό στο παγούρι του. Γύρισε στον πληγωμένο άντρα και του καθάρισε την πληγή. Έβγαλε με το μαχαίρι του και με μεγάλη προσοχή τη σφαίρα και του έδεσε τα τραύματα. Κρύφτηκαν πίσω από τα δέντρα, για να μην τους δει κανείς. Όλο το βράδυ τον είχε στην αγκαλιά του, για να τον κρατήσει ζεστό.
Με το χάραμα, ένιωσε μια ελαφριά κίνηση του κορμιού του. Σηκώθηκε απότομα και μίλησε στον στρατιώτη: ”Μπράβο αδερφέ μου, κατάφερες να επιβιώσεις”. Εκείνος, άνοιξε τα μάτια του μπερδεμένος. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν είναι φίλος ή εχθρός. Ο νέος στρατιώτης τον σήκωσε προσεκτικά και του έδωσε λίγο νερό. Ήξερε ότι έπρεπε οπωσδήποτε να τον επιστρέψει στους δικού του.
Τον έδεσε με τη ζώνη του στην πλάτη του. Ήταν βαρύς, αλλά δεν τον ένοιαζε. Ήθελε να ζήσει. Θα έκανε τα πάντα για να ζήσει. Περπάτησε μέσα από το δάσος προς το εχθρικό στρατόπεδο. Περίμενε κρυμμένος μέχρι οι φύλακες να αλλάξουν βάρδια και να βρει μια στιγμή να τον πάει στη σκηνή του γιατρού.
Βρήκε μια ευκαιρία και πέρασε χωρίς να τον δει ο σκοπός. Έφτασε στη σκηνή του γιατρού και χωρίς να φοβηθεί, μπήκε μέσα. Ο γιατρός ξαφνιασμένος πήγε να φωνάξει ,αλλά πριν το κάνει, είδε τον πληγωμένο άντρα. Μιλούσε στον στρατιώτη και έδειχνε το κρεβάτι. Ο στρατιώτης κατάλαβε τι του έλεγε και άφησε τον τραυματισμένο. Γύρισε, βγήκε από τη σκηνή και μπήκε μέσα στο δάσος.
Τέλειωσε ο πόλεμος. Ο νέος στρατιώτης γύρισε στην μητέρα του αλλά πάντα στο μυαλό του είχε εκείνον τον άνθρωπο. Ξαφνικά μια μέρα, μετά από πέντε χρόνια, εκεί που φύτευε φυτά, είδε να τον πλησιάζει ένας άντρας. Απορημένος ρώτησε ποιος είναι. Εκείνος χωρίς να πει κουβέντα του έδωσε μια στρατιωτική ταυτότητα. Κατάλαβε αμέσως ποιος ήταν. Θυμήθηκε ότι έχασε την ταυτότητα του αλλά δεν ήξερε που. Αγκαλιάστηκαν και έμειναν φίλοι για όλη τους τη ζωή. Ορκίστηκαν να μην ξαναπολεμήσουν.
Αναστασιάδης Γιάννης Β1
..................................................................................................................................................
Μέσα στο μυαλό του τώρα καρφώθηκε μια σκέψη: να βοηθήσει τον χτυπημένο. Καθώς, έτρεχε, λοιπόν, πέταξε το πιστόλι, γιατί σιχάθηκε να βλέπει το όπλο που προκάλεσε το κακό.
Έφτασε, λοιπόν, στη γουρνίτσα για να φροντίσει τον πληγωμένο. Ξάφνου, εμφανίστηκε ένας στρατιώτης από το αντίπαλο στρατόπεδο, ήταν οπλισμένος. Ο νέος στρατιώτης βρέθηκε από τη μια στιγμή στην άλλη, στη θέση του άλλου, κακόμοιρου. Σήκωσε τα χέρια ψηλά και είπε στη γλώσσα του:
- Σε παρακαλώ, μην κάνεις το ίδιο κακό που έκανα εγώ, θέλω μόνο να τον βοηθήσω, αλλά αφού ήρθες εσύ παρ’ τον και φρόντισε τον. Λυπήσου με για το λάθος που έκανα και μην το κριματιστείς κι εσύ. Δεν τον άκουσε, όμως, και η σφαίρα τον πέτυχε κατάστηθα.
Ο τρίτος στρατιώτης πήρε τον σύμμαχο του στο στρατόπεδο τους και τον άλλον τον παράτησε στο έδαφος να κρυώνει η πονεμένη του καρδιά. Όταν όμως έφτασαν στο στρατόπεδο ήταν πολύ αργά. Σκέφτηκε, λοιπόν, να τον θάψουν κοντά στην πηγή μαζί με τον άλλο στρατιώτη, σαν να ήταν οικογένεια, σαν να ήταν αδέρφια.
Γρατσωνίδου Αγγελική Β1
.................................................................................................................................................
Ο στρατιώτης θλιμμένος και βαθιά απογοητευμένος φώναζε: «Γιατί; Γιατί σε εμένα θεέ μου;». Δεν μπορούσε να μιλήσει, έτρεμε. Προσπαθούσε να βρει λύση, για να διορθώσει την κατάσταση. Συνέχιζε να τρέμει, όμως θυμήθηκε ότι κοντά στην πηγή υπήρχε ένα παλιό φαρμακείο. Πήρε αγκαλιά τον στρατιώτη και πήγε γρήγορα εκεί. Μέσα στην αγωνία και στο άγχος του παρακαλούσε τον θεό να τον σώσει. Ο στρατιώτης άνοιξε τα μάτια του τρομαγμένος. Ο άλλος στρατιώτης από την χαρά του άρχιζε να φωνάζει: «υπάρχει θεός!» Ζήτησε συγγνώμη και του εξήγησε πως ο πόλεμος τον έκανε άλλο άνθρωπο, χωρίς αισθήματα και χωρίς ψυχή. Από τότε κατάλαβε πως ο πόλεμος μπορεί να σε επηρεάσει και σωματικά αλλά και ψυχικά.
Θεοδωρίδου Eλένη Β1
................................................................................................................................................
Τότε στο μυαλό του πρώτου στρατιώτη ήρθαν τα λόγια της γριάς μανούλας του, που τον συμβούλευε να μην κάνει κακό σε κανέναν αθώο άνθρωπο, γιατί αυτό το κακό θα γυρίσει πίσω σε αυτόν. Με δάκρυα στα μάτια ,κουβάλησε στις πλάτες του τον ξένο στρατιώτη, για να βρει βοήθεια. Δεν ήθελε να τον αφήσει μόνο του. Άρχισε να τρέχει στα βουνά και να φωνάζει: «Βοήθεια! Βοήθεια!» Μετά από πολύ τρέξιμο και αγώνα για την ζωή του οχτρού, βρήκε έναν συμπατριώτη του. «Βοήθεια! Βοήθεια!»Φώναζε από μακριά για να τον ακούσει ο συμπατριώτης του. Ευτυχώς τον άκουσε και έτρεξε για να τον βοηθήσει. Για καλή του τύχη ήταν ο νοσοκόμος του στρατού. Προσπάθησαν να του επουλώσουν την πληγή που είχε στο στήθος. Αρχικά έβγαλαν την σφαίρα που είχε και για να σταματήσουν το αίμα πάτησαν το στήθος του με γάζες, που είχαν πάνω τους ιώδιο. Στη συνέχεια έραψαν την πληγή. Ο πρώτος στρατιώτης θυμήθηκε ότι στην πηγή υπήρχαν μακριά ξύλα. Έτρεξε και πήρε δύο από αυτά και πήγε πίσω στον τραυματία. Έφτιαξε ένα αυτοσχέδιο φορείο και με αυτό κουβάλησαν τον χτυπημένο στρατιώτη. Τον μετέφεραν στο πιο κοντινό στρατόπεδο και εκεί τον περίμενε ένα ελικόπτερο ,που τον πήγε στο πλησιέστερο νοσοκομείο. Τελικά ο ξένος στρατιώτης επέζησε, έψαξε και βρήκε αυτούς που τον έσωσαν και από τότε έγιναν οι καλύτεροι φίλοι.
Κιουρεξίδου Μορφούλα Β1
.....................................................................................................................................................
Μεσοστρατίς του βουνού σταμάτησε .Δεν μπορούσε άλλο. Λαχάνιασε, πιάστηκε η καρδιά του, κουράστηκαν τα πόδια, λύγισαν τα γόνατα. Ήταν ιδρωμένος, όχι από την κούραση, αλλά από τον φόβο και την ίδια του την πράξη. Το μόνο που σκεφτόταν ήταν αν έπρεπε να γυρίσει πίσω στο ποτάμι ή στο στρατόπεδο. Έτρεμε , γνώριζε πως αν δεν τον έσωζε , θα αναγκαζόταν να ζήσει με κάτι που ποτέ δεν ήθελε να κάνει. Χωρίς άλλες σκέψεις στο μυαλό του, παράτησε το όπλο του και άρχισε να τρέχει στο ποτάμι. Ταυτόχρονα, προσευχόταν στον Θεό, που μόλις εκείνη τη στιγμή του ήρθε στο νου. Επίσης, θυμήθηκε πως ήταν άνθρωπος. Είχε χάσει την ανθρωπιά του στον πόλεμο.’’ Θεέ μου, κράτα τον ζωντανό, δεν ήθελα να του κάνω κακό, συγχώρα με, Θεέ μου και άστον να ζήσει, σε παρακαλώ» έλεγε μέσα του.
Μερικά λεπτά αργότερα σταμάτησε. Βρισκόταν πάνω από τον στρατιώτη που αιμορραγούσε. Δεν μπορούσε να πιστέψει πως τον πυροβόλησε. Μόλις τον είδε καλά, συνειδητοποίησε πως ήταν σαν κι εκείνον. Έβλεπε έναν πολεμιστή, έναν νέο άνθρωπο και ένα φοβισμένο πρόσωπο. Κατάλαβε πως δεν μπορούσε να τον σώσει, όσο και αν το επιθυμούσε. Ήταν πια νεκρός. Με δάκρυα στα μάτια του έμεινε σιωπηλός. Του ήρθε η ιδέα να τον θάψει. Δεν ήξερε όμως πώς. Δεν είχε κάτι, για να τον θάψει. Δεν είχε ούτε χρόνο. Έσκυψε κάτω κι άρχισε να ψάχνει στις τσέπες του νεκρού στρατιώτη. Στην αριστερή τσέπη του παντελονιού του, βρήκε μια μικρή σε μέγεθος φωτογραφία που απεικόνιζε μια γυναίκα. Υπέθεσε πως ήταν η μαμά του. Καθώς την παρατηρούσε, σκέφτηκε πως αύτη η γυναίκα περιμένει τον γιό της να έρθει. Κάτι που δυστυχώς δεν θα γινόταν πότε. Γυρνώντας την εικόνα προς την άλλη πλευρά είδε γραμμένη μια διεύθυνση. Ξαφνικά, άκουσε πυροβολισμούς. Κατάλαβε πως δεν ήταν ασφαλής κι έπρεπε να πάει στο στρατόπεδο του. Λίγα λεπτά αργότερα έφτασε εκεί. Στα χέρια του κρατούσε τη φωτογραφία.
Ο πόλεμος διήρκεσε περίπου δύο χρόνια. Ο νεαρός στρατιώτης τα κατάφερε και δεν έπεσε νεκρός στη μάχη. Γυρνώντας σπίτι του σκεφτόταν το πιο δυσάρεστο περιστατικό που του συνέβη. Μέρες αργότερα, με την οικογένεια του σκέφτηκε να κάνει κάτι. Έβγαλε από τη τσέπη του τη φωτογραφία και άρχισε να γράφει σε ένα χαρτί ένα γράμμα, βάζοντας τη διεύθυνση που έγραφε στην εικόνα. Τα τελευταία λόγια που έγραψε ήταν : ’’ Δεν είχα χρόνο να τον θάψω . Αποφάσισα να τον ρίξω στο ποτάμι, για να τον ξεπλύνει, να βγάλει το αίμα από πάνω του και για να μην τον πάρει κανείς άλλος. Το ποτάμι αυτό να θεραπεύσει τις πληγές που άνοιξε ο πόλεμος και να καθαρίσει τη ψυχή του. Να ξέρετε , αυτό που με βασανίζει από τότε είναι Γιατί; Γιατί τον σκότωσα;» Παπαδοπούλου Σωτηρία Β2
......................................................................................................................................................
Εκείνη τη στιγμή που ο στρατιώτης πάει να βγάλει το όπλο και ακούγεται ένα ΜΠΑΜ.
Ξαφνικά παντού σκόνη, τίποτα να δεις, τίποτα, μετά άρχισε να ψάχνει τον εχθρό δεν τον έβρισκε όμως πουθενά. Από το φόβο του άρχισε να τρέχει να φύγει μακριά από το κακό, προσπαθούσε να βρει σωτηρία όμως η αντοχή του τελείωσε. Σταμάτησε, κάθισε κάτω και ακούμπησε την πλάτη του σε ένα κορμό ενώ δέντρου. Μόλις ηρέμησε, πήγε πίσω ξανά να δει τι είχε γίνει. Ο εχθρός ήταν ακόμη εκεί, σπάραζε από τον πόνο. Μόλις τον είδε ο στρατιώτης ,προσπάθησε να τον βοηθήσει όμως μάταια, διότι του είχαν κοπεί τα πόδια. Τότε ο στρατιώτης κατάλαβε ότι έσκασε μία βόμβα δίπλα τους. Ο στρατιώτης φώναζε για βοήθεια, όμως δεν του απαντούσε κανείς. Προσπαθούσε να καλύψει τα τραύματα του εχθρού, όμως αυτός του έλεγε πως μάταια προσπαθούσε να τον βοηθήσει ,διότι θα πέθαινε από αιμορραγία .Για καλή του τύχη , ο στρατιώτης ήτανε γιατρός και έτσι μπόρεσε να τον βοηθήσει να ζήσει.
Τον κουβαλούσε για ώρες. Ξαφνικά σταμάτησε, είχανε βρεθεί σε ναρκοπέδιο. Δεν έκανε καμία κίνηση, περίμενε εκεί πέρα με τον εχθρό στην πλάτη και φώναζε για βοήθεια, όμως δεν του απαντούσε κάνεις. Περίμενε εκεί πέρα για τρία συνεχόμενα μερόνυχτα. Εκεί που πίστευε πως δεν θα τους βοηθούσε κάνεις ,από μπροστά του πέρασε ένα μικρό παιδί, τον είδε και πήγε κοντά του .Ο στρατιώτης του φώναζε να σταματήσει ,γιατί ήταν σε ναρκοπέδιο. Μόλις όμως έφτασε το παιδί κοντά του, του είπε πώς η μοίρα του έχει καθοριστεί για το πότε θα πεθάνει και το παιδί έφυγε. Ο στρατιώτης το σκέφτηκε καλά αυτό που είπε το παιδί , έβαλε τα δυνατά του , περπάτησε και για καλή του τύχη μπόρεσε να βγει από το ναρκοπέδιο.
Όταν έφτασαν στο στρατόπεδό του ,παρέδωσε τον εχθρό στους γιατρούς για να τον βοηθήσουν κι αυτοί κατάφεραν να τον σώσουν. Όταν συνήλθε και ένιωσε πάλι δυνατός, τον πήραν στο πεδίο μάχης και τον άφησαν εκεί για να τον πάρουν οι δικοί του. Εκείνος δεν είπε τίποτα.
Χρόνια μετά ,που τελείωσε ο πόλεμος, ο στρατιώτης ακόμα θυμόταν το περιστατικό και το διηγούνταν στα εγγόνια του . Μόλις τελείωνε την ιστορία ,τους έλεγε πως «μέσα στη αθλιότητα του κόσμου μας ,υπάρχουν ακόμη άνθρωποι που ψάχνουν την σωτηρία της ζωής κι εσύ μπορείς να τους βοηθήσεις ,να βρουν τον δρόμο τους ».
Πίγκος Φώτης Β2
.........................................................................................................................................................….
Ο νεαρός στρατιώτης έφτασε στη ρεματιά λαχανιασμένος και γεμάτος αγωνία. Εκεί αντίκρισε τον λαβωμένο συνάνθρωπό του. Τον άγγιξε και αφού σιγουρεύτηκε ότι είναι ακόμα ζωντανός, του έφερε λίγο νερό από την πηγή. Έβρεξε τα μαλλιά του, ξέπλυνε το νεανικό πρόσωπό του από τα αίματα και χάιδεψε το χέρι του. Τα συναισθήματά του ήταν ανάμεικτα. Ένιωθε αγάπη, πόνο, τρυφεράδα και μετάνοια. Τότε, ξέσπασε σε κλάματα. Άρχισε να του ζητάει συγγνώμη και να μετανιώνει όλο και περισσότερο την απάνθρωπη πράξη του. Μάταια, όμως, πλέον. Ο ήλιος έδυσε και βαθύ σκοτάδι σκέπασε τους δύο νεαρούς. Μετά από λίγο, ο σφυγμός του τραυματισμένου στρατιώτη χάθηκε. Ο άλλος, όντας συντετριμμένος και έχοντας συνειδητοποιήσει πλήρως τι έχει συμβεί, αποφάσισε να κάνει κάτι αποτρόπαιο. Άρπαξε, λοιπόν, με τρόμο το πιστόλι του, ακούμπησε την κάνη στο κεφάλι του και ψιθυρίζοντας « Έρχομαι να σε βρω, αδερφέ μου », πάτησε την σκανδάλη. Τζανής Σταύρος Β2
..............................................................................................................................................
Όταν ο στρατιώτης τον πυροβόλησε, άρχισε να τρέχει προς το βουνό. Σε μια στιγμή συνειδητοποίησε τι έκανε, άρχισε να έχει τύψεις και πήγε όσο πιο γρήγορα μπορούσε ,για να τον βοηθήσει. Όταν έφτασε, δεν τον βρήκε εκεί, γιατί ήρθαν οι δικοί του , που τον πήγαν σε μία σκηνή κοντά στην πηγή, για να του καθαρίσουν την πληγή και να γίνει καλά. Ωστόσο δεν σταμάτησε να ψάχνει. Ξαφνικά βλέπει στο έδαφος ένα δρομάκι από αίμα, το οποίο έσταζε από την πληγή του τραυματισμένου στρατιώτη, όταν τον κουβαλούσαν. Το ακολούθησε και τον οδήγησε στη σκηνή. Όταν μπήκε μέσα και αντίκρισε τους άλλους, τρομοκρατήθηκαν από την παρουσία του. Τους εξήγησε ότι έρχεται φιλικά, ότι δεν θα τους βλάψει και τους είπε για το συμβάν και την απάνθρωπη πράξη του. Προσπάθησαν να κρατήσουν στην ζωή τον άτυχο στρατιώτη. Ευτυχώς που η πληγή δεν ήταν βαθιά και κατάφεραν να την καθαρίσουν και να βγάλουν την σφαίρα. Αφού ξύπνησε, του ζήτησε συγνώμη, που έχασε τον έλεγχο και δεν ήξερε τι έκανε, επειδή φοβήθηκε. Τον συγχώρεσε και έμειναν μαζί, για να γνωριστούν. Έγιναν πολύ καλοί φίλοι , αλλά όταν τελείωσε ο πόλεμος, ο καθένας πήγε πίσω στην πατρίδα του, στην οικογένεια του. Έτσι χωρίστηκαν, όμως δεν έπαψαν να συναντιούνται και να ανταλλάσσουν γράμματα.
Ψαρρά Ανδρεάνα Β2
............................................................................................................................................................
Αφού ο στρατιώτης έκλαιγε και παρακαλούσε τον Θεό να αφήσει τον αντίπαλο στρατιώτη να ζήσει, ξαφνικά είδε ένα φως να χτυπάει στα μάτια του. Τότε σήκωσε το κεφάλι του και είδε τον Χριστό μπροστά του. Ο Χριστός του είπε "Γιατί το έκανες αυτό στον αδερφό σου, γιατί δεν τον άφησες να ζήσει, τι σου έκανε; Είναι ένας άνθρωπος ,σαν εσένα. Πρέπει να καταλάβεις ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι, το ότι είναι από το αντίπαλο στρατόπεδο δεν σημαίνει ότι είναι διαφορετικός από εσένα. Μάθε ότι πριν πράξουμε πρέπει να σκεφτόμαστε".
Γεωργαλή Νικολέτα Β3
...................................................................................................................................................
Ο νέος στρατιώτης γύρισε πίσω μετανιωμένος, να βρει το νεκρό. Έφτασε στο σημείο ,πήρε μία βαθιά ανάσα, σήκωσε το κεφάλι του ,μα ο στρατιώτης είχε εξαφανιστεί. <<Θεέ μου Κάνε τον να ζήσει, κάνε τον να σωθεί>> φώναξε και έβγαλε από μέσα του τις βασανισμένες σκέψεις <<Μετάνιωσα, αλήθεια σου λέω, μετάνιωσα. Λυπήσου με λυπήσου τον>> συνέχισε. Η καρδιά του είχε λυγίσει. Το μόνο που έμενε να κάνει ήταν να γυρίσει στο στρατόπεδο. Καθώς έσερνε τα πόδια του στο έδαφος, τα μάτια του πάλευαν για να μείνουν ανοιχτά. <<Λίγο ακόμα έχω>> σκέφτηκε. Ήταν ώρα φαγητού, μα του νέου στρατιώτη μπουκιά δεν του κατέβαινε. Εκεί όπως κοιτούσε το φαγητό, το αυτί του άκουγε φωνές. Δύο στρατιώτες ήταν ,έλεγαν πως βρέθηκε ένας εχθρός κάτω στην πηγή. Τον σήκωσαν, τον έφεραν στο στρατόπεδο και τον παράτησαν σε μία γωνιά. Ο νέος στρατιώτης δεν άντεξε άλλο, μπούχτισε. Ανεβασμένος στο κεντρικό τραπέζι με θέα όλο το στρατό είπε: << Αδέρφια μην ξεγελιέστε μωρέ, Όλοι οι άνθρωποι είμαστε ,μην παρασύρεστε από τα λόγια που σας έβαλαν άλλοι , είναι λάθος ,και εγώ αυτό έκανα ναι... Να, σήμερα κάτω στην πηγή ,εγώ πήγα να δροσίσω την ψυχή μου από τις αμαρτίες που ολημερίς ζω. Μία στιγμή γαλήνης ήθελα, μία . Βρήκα τον εχθρό όπως λέτε ή όπως σας κάνουν να λέτε...Πάτησα την σκανδάλη και του την άναψα...Αυτό ήταν... Κάθε μέρα σκοτώνω, Μα αρκεί μία στιγμή για να πάψω, να καταλάβω πως όλο αυτό είναι λάθος>>. Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια του. Ο αρχιστράτηγος, που άκουγε το νέο στρατιώτη και τα λόγια τα οποία και αυτός βαθιά μέσα του ήξερε πως ήταν αλήθεια ,δεν έμεινε να μάθει τη συνέχεια. Τον σκότωσε. <<Τουλάχιστον η ψυχή μου έφυγε την ίδια μέρα με τον άνθρωπο που αδίκησα >>,σκέφτηκε ο στρατιώτης ξεψυχώντας.
Γρηγοριάδου Ελευθερία Β3
........................................................................................................................................................
Ο πρώτος στρατιώτης, βλέποντας τον εχθρό, πανικοβλήθηκε κι έτρεξε αμέσως να πάρει το όπλο του. Τον πυροβόλησε στο πόδι με αποτέλεσμα να μην τον τραυματίσει θανάσιμα .Ο δεύτερος στρατιώτης έπεσε στο χορτάρι σπαράζοντας από τον πόνο και ζητώντας βοήθεια .Το μυαλό του πρώτου στρατιώτη είχε θολώσει και δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει .Να τρέξει, να φύγει και να κάνει σαν να μην έγινε τίποτα ή να πάει να τον βοηθήσει .Γρήγορα κατάλαβε το λάθος του και το μετάνιωσε .Έτσι έτρεξε προς το μέρος του τραυματισμένου στρατιώτη, για να τον βοηθήσει .Τον πήρε στην πλάτη του και άρχισε να τρέχει προς το στρατόπεδό του .Εκεί οι άλλοι στρατιώτες έτρεξαν προς το μέρος τους , για να δουν τι συνέβαινε. Τους περικύκλωσαν και είπαν στον πρώτο στρατιώτη να αφήσει κάτω τον τραυματία και να κάνει πίσω για να τον εκτελέσουν γιατί ήταν ένας από τους εχθρούς . Αυτός αρνήθηκε και άρχισε να τους εξηγεί ότι ο πόλεμος θολώνει τα μυαλά τους, με αποτέλεσμα να μην σκέφτονται με την λογική .Τους είπε ακόμη ότι είναι όλοι άνθρωποι και να κατεβάσουν τα όπλα . Τους είπε ακόμη ότι ο τραυματισμένος στρατιώτης είναι αθώος και ότι, όπως και οι άλλοι στρατιώτες ήθελαν να ξεσκάσουν από τον πόλεμο πλένοντας το πρόσωπο τους και πίνοντας λίγο νερό ,έτσι ήθελε να κάνει κι αυτός . Οι υπόλοιποι στρατιώτες κατέβασαν τα όπλα και μετέφεραν τον τραυματισμένο μέσα στο στρατόπεδο, για να σταματήσουν την αιμορραγία .Αφού πέρασαν δυο τρεις μέρες ,ο τραυματισμένος στρατιώτης ένιωθε καλύτερα ,έτσι αποφάσισε να γυρίσει στους δικούς του .Ευχαρίστησε τους στρατιώτες ,που αν και ήταν ένας από τους εχθρούς τους, δεν του αφαίρεσαν την πολύτιμη ζωή του, αλλά κυρίως ευχαρίστησε τον πρώτο στρατιώτη, που τον υπερασπίστηκε.
Δημοπούλου Δέσποινα Β3
.........................................................................................................................................................
Ο νέος στρατιώτης γύρισε για τον τραυματία .Έφτασε εκεί, τον βρήκε καθισμένο κάτω και γεμάτο με αίματα, πήγε ,κάθισε, του κράτησε το χέρι και τον πήρε αγκαλιά. Κράτησε το ένα του χέρι στην καρδιά του και του ψιθύρισε στο αυτί : « συγχώρεσε με αδερφέ μου ,δεν το ήθελα, αυτοί οι κακούργοι φταίνε ,που πίστεψα στα λόγια τους, που πίστεψα ότι οι εχθροί δεν έχουν καρδιά, ότι δεν τους νοιάζει να σκοτώσουν κάποιους , δεν έχουν ψυχή , τους εχθρούς τους καταστρέφουμε για να μην σκοτώσουν της οικογένειες μας. Συγχώρεσε με αδερφέ μου αλλά ακόμα και να με συγχωρέσεις , εγώ δεν μπορώ να αντέξω ότι εγώ, ο άνθρωπος που ούτε μύγα δεν πείραξε, γέμισε τα χέρια του με αίμα…συγχωρέσε με» …
Κούση Μαρίνα Β3
................................................................................................................................................
Ξαφνικά, την ηρεμία του τοπίου διέκοψε η παρουσία ενός στρατιώτη, ο οποίος κατέβαινε άοπλος και αμέριμνος από την πλαγιά, προκειμένου να δροσιστεί και να προσευχηθεί στον θεό. Ο νέος άκουσε τον θόρυβο και γρήγορα αντιλήφθηκε ότι δεν είναι μόνος. Οι στιγμές γαλήνης σταμάτησαν και η όμορφη πηγή μετατράπηκε σε πεδίο μάχης. Ο νέος αντέδρασε ενστικτωδώς και μάζεψε τα πράγματά του. Ωστόσο, το όπλο του βρισκόταν μακριά. Ο άλλος πλησίαζε και το όπλο ήταν στον δρόμο του. Ήταν ευτυχισμένος και ήρεμος, αγνοώντας τον πανικό που είχε προκαλέσει στον νέο, ο οποίος είχε κυριευτεί από φόβο, ενώ κρύος ιδρώτας είχε λούσει το ταλαιπωρημένο σώμα του. Δεν είχε τη δυνατότητα να ανακτήσει το όπλο , το οποίο σε δευτερόλεπτα θα ανήκε στον «εχθρό» του. Ούτε όμως προλάβαινε να φύγει από το σημείο. Η στιγμή έφτασε. Ο άλλος βρισκόταν πλέον στην πηγή και ένα όπλο ήταν στο διάβα του όπως και ένας άοπλος αντίπαλος στρατιώτης. Το πήρε στα χέρια του και κοίταξε το νεαρό αγόρι, το οποίο φοβισμένο και ξαφνιασμένο δεν μπορούσε να αποδεχθεί αυτό που είχε συμβεί.
Ένας αθώος άνδρας και ένας αδίστακτος πολεμιστής πάλευαν στη συνείδηση του άλλου. Το πιστόλι ήταν έτοιμο να αφαιρέσει μια ακόμη ζωή. Ο στρατιώτης όπλισε και σημάδεψε τον συνάνθρωπό του. Όμως, δεν πάτησε τη σκανδάλη. Τα μάτια και τα χείλη του έδειχναν ότι δεν θέλει να χαθεί καμία ζωή απόψε. Έτσι πέταξε κάτω το όπλο και τράπηκε σε φυγή. Το νεαρό αγόρι είδε έναν συνάνθρωπό του να του χαρίζει τη ζωή. Ταραγμένοι κα οι δύο τους ξέσπασαν σε κλάματα. Όταν η ταραχή τους καταλάγιασε, ξεκινήσανε την πορεία τους προς τα στρατόπεδα, τα οποία τώρα πια έμοιαζαν στα μάτια και στην καρδιά τους με φυλακές.
Μαραγκοζίδης Γιώργος Β3
.........................................................................................................................................................
Μεσοστρατίς στο βουνό σταμάτησε. Δεν μπορούσε να κάνει άλλο βήμα. Όλη την ώρα σκέφτονταν τι έκανε. Μπούχτισε, δεν μπορούσε άλλο και έτσι αποφάσισε να πάει να βοηθήσει τον εχθρό. Ξάφνου, άρχισε να τρέχει κάτω στην πλαγιά, αυτή την φορά όχι για να πιει νερό και να ξεκουραστεί, αλλά για να σώσει έναν άνθρωπο. Όταν έφτασε κάτω στην πλαγιά ,δεν υπήρχε ψυχή. Ο νεκρός είχε εξαφανιστεί! Τότε άκουσε μια φωνή <<έλα εδώ, εδώ βρήκαμε τον νεκρό>>.Ο στρατιώτης πανικοβλήθηκε δεν ήξερε τι να κάνει, κρύφτηκε πίσω από έναν θάμνο, για να μην τον βρουν. Μετά από λίγη ώρα, ο ένας εχθρός έφυγε και πήγε πίσω στην βάση, καθώς πίστευε ότι δεν υπάρχει τίποτα εκεί, όμως ο άλλος, που ήταν και συγγενής του νεκρού, δεν σταμάτησε να ψάχνει και ξαφνικά πετάχτηκε μπροστά του ο στρατιώτης ,όχι για να τον σκοτώσει, αλλά για να μάθει για τον νεκρό, όμως δεν πρόλαβε να μάθει τίποτα, γατί το μόνο που ακούστηκε ήταν ένας πυροβολισμός και από τότε κανείς δεν είδε ξανά τον στρατιώτη.
Ταχτσίδης Κωνσταντίνος Β3
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου